Friday, July 13, 2007

Μάνα

Σε πηλό από αίμα και χώμα
Κύλησα σαν νερό και ξεδίψασα το πεινασμένο ασκέρι της λήθης
Σαν παγετός απλώθηκα σε άνθη που σάλευε η ανάσα
Μάνα, για δεύτερο πετσί φορώ το ρούχο σου και σε ξεγελάω
Αρνούμαι το ίχνος της φωνής σου και δεν ακούω
Σύρθηκα στα όρια του φόβου και φοβήθηκα ότι με πνίγει
Χάθηκα χωρίς να χαθώ στο πάντα μιας άρνησης που ξεχείλιζε.

Wednesday, July 4, 2007

ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗ

η ελευθερία πείνα που την τρέφω
με τους μαστούς της φαντασίας,
ζω μέσα από τους τοίχους της ψυχής μου
η ανυπαρξία κομμένη ανάσα στην γεύση της φωνής
αυτοκαταστρέφομαι και διαφεύγω
βιώνω τον θάνατο ζώντας
ταξιδεύω με την ελπίδα να εναρμονιστώ
αφήνοντας το στίγμα μου στο ασυνείδητο των μύθων

Tuesday, July 3, 2007

ΑΣΦΥΞΙΑ


Είναι οι ώρες που δεν οδηγούν πουθενά
Τρίζουν αδέσποτες πάνω στον διχασμό της πνοής μου
Και πως με τρομάζει αυτή η γύμνια τους!
Μου ξεφεύγουν οι μέρες γεμίζοντας το τασάκι
Της ζωής μου άπνοια

Είναι οι ώρες που τρελαίνουν το κενό και γυρίζουν πίσω
Να διπλώσουν τις πτυχές της ανίερης σάρκας μου
Δεν έχει νόημα το ψέμα,
Μόνο άχρονες συλλαβές που καλείσαι
να ντύσεις με επευφημίες πανικού

Αφιερωμένο στην συνδημιουργό Πηνελόπη

Sunday, July 1, 2007

ΕΚΠΛΗΡΩΣΗ

Το αναφιλητό μου κινδυνολογεί απέναντι στην ψευδαίσθηση
Μηρυκάζω τη φωνή μου για να μεστώσει μες σε μια ανήθικη ηθική
Τα σάλια μου λασπόνερα από βάλτους που με καταπίνουν
Στο τέλος λογοδοτώ σε μια ματωμένη ανάμνηση
Πατώ εκεί που το κορμί στέκει βουβό
Τα δάκρυα φάρος μιας πράξης μισής και μια εμμονής να ζω δίχως φραγμό
Αρνούμαι την ματαιότητα της λύτρωσης
Επικαλούμαι την άφθαρτη ηδονή
Η σκέψη αναπνέει σε δίαυλους καπνού
Και εκπληρώνομαι

Tuesday, June 26, 2007

Πορεία

Ίχνος φωνής δεν θα μείνει
Στη σκιά που απλώνει και γελά
Η θέλησή μου άνισο επιφώνημα σε γέφυρα ελπίδας
Στην ανάσα που διαφεύγει απ’ τα χείλη επιθυμώντας
Να γλιστράει μες στο άπειρο
Λοξοδρομώ με μόνη διαίσθηση το υφάδι των φευγαλέων αντιθέσεων
Τροχός η ζωή που εκτροχιάζεται
Τραχύς ο δρόμος
Και εύπλαστη η ψυχή,
Τώρα μπορώ να αφήσω το απέριττο
Να με καθοδηγεί
Τώρα...

Tρέχω και πέφτω

Πέφτω και σηκώνομαι
Τινάζω τη σκόνη από μέσα μου
Σκάνε οι ρίζες μου στις πληγές που αλείφω με βάλσαμο από δάκρυα ενώ στέκουν
Στα μάτια μου
Βηματίζω με την νύχτα μες τη μέρα
Άυπνος μα πάντα πεινασμένος για τα χείλια που τρέμουν
Βηματίζω, και σε κάποια ανυποψίαστη στιγμή τρέχω,
τρέχω για να προστάξω τη ζωή
Τρέχω με την ανελέητη απληστία της αναίσχυντης πορείας μου στο άχρονο
Και πέφτω ξανά και ξανά…

Tuesday, June 19, 2007

Ταυτότητα

Ταυτότητα δε έχω
Μόνο δάχτυλα που αμφιρρέπουν στο κενό
Πρόσωπο δεν λογίζεται, μόνο μια σκιά σε σπασμένη ανισορροπία
Ότι είμαι
Ότι κι αν κάνω
Δεν αρκεί
Δεν με ορίζουν τα όρια, μόνο τα ορίζω σε δρόμους που η
Μόνη διέξοδος είναι οι επιλογές της ύπαρξης μου
Στα ανελέητα γρανάζια των ανεκπλήρωτων φαντασμάτων μου.

Aνελέτητο

Δεν υπάρχω, δεν έχω αισθήματα
Μήτε νόημα
Μονάχα η φωνή μου υψώνεται σε εκλάμψεις φωτός
Μπρος στα ύστερα της μύχιας ροής τι να την κάνω
Την αγάπη, αγάπη μου;
Μπρος στον χείμαρρο του ανελέητου αίματος
Τι να το κάνω το λεπίδι;
Άσε με να μπήγω παραμύθια στο άχρωμο πετσί μου
Άσε με να ανασαίνω κάτω από την γλώσσα μου
Άσε με να με μακελέψω μες την ανένδοτη ζωή μου, να ζω παρέα με το θάνατο
Και να φτύνω στο πρόσωπο του Έτσι ,
γιατί αυτό που ζούμε είναι ένα τίποτα σε αυτό που θα ζήσουμε

Ανοίγει

Όπως ο ήχος που διαφεύγει σε ένα μήνυμα
Όπως το δίλλημα που γερνά ενώ γελά
Έτσι και οι αμφιβολίες κινδυνολογούν σε σωρό από λάφυρα μνήμης
Έτσι όπως μια εμμονή ανοίγει την ελαφρότητα της ενοχής
Έτσι και η φωνή σπάει τα τοιχώματα της οργής
Γιατί τίποτα και όλα γεννιόνται στο κενό
Μόνο η φθορά σου θυμίζει την σαπίλα της απώλειας
Και οι στιγμές άγρυπνος λόχος σε ένα συρτάρι που βρυχάται και σου ζητάει να το ξαρματώσεις από την αλήθεια που κρύβει.

Sunday, June 17, 2007

Δεν ήταν πόνος
Κενό ήταν που έπεφτα χωρίς σχέδιο πτώσης
Πιάστηκα από το εγώ μου, αγκιστρώθηκα απελπισμένα από το είναι μου
Που ήταν και δεν ήταν,
Υποκρίθηκα για να παραμείνω στην επιφάνεια, και τώρα
Αναπνέω φυσαλίδες ζωής στην μύχια μοναξιά μου
Ένα βουβό κλάμα αγκυλώνει τα πόδια
Κάθε βήμα και ένα αγκάθι στα γκρίζα νερά μου
Κάθε ανάσα άδειο βλέμμα στο τρύπιο κέρμα του κορμιού σου
Που λικνίζεται σαν φύλλο άνυδρο σε ξεθωριασμένο τοπίο παραισθήσεων
Αφιερωμένο στην Πηνελόπη που είναι συνδημιουργός
Γητευτή της αιωνιότητά μου
Φρουρέ του θανάτου μου
Δήμιε που στέκεις στην πόρτα μου
Εσύ άγγελε μου και ασυγχώρητο σφάλμα μου
Σου λέω, οι σάλπιγγες και τα κύμβαλα δεν αρκούν
για να κρύψουν την ντροπή
Που με πλημμύρισε πέρα απ’ το όριο
Οι μαστοί μου, μαστοί ελπίδας γενναιοφόρας ύπαρξης
Θα ανθίσουν μέσα στα ίχνη ποιος ξέρει ποιου θεού
Και ο σπινθήρας που κροταλίζει στα σωθικά μου
αναβαπτίζεται ως θύτης μιας καινούργιας ζωής

Thursday, June 14, 2007

Κηλιδωμένη γύμνια μου
Αστραπή της κομμένης μου ανάσας,
Λαχταρώ να διαβώ το άγριο μελίσσι της πλάνη σου.
Μια υπόκωφη κραυγή στροβιλίζεται σε αυτή την άπνοια,
Όχι! Το λάθος δεν λογίζεται μόνο συλλογίζεται την ύπαρξή του
Μικρό και λιπόσαρκο, μα προπαντός λειψό.
Η μακάρια ακινησία του συλλαβίζει τα αέναα όνειρά μου
Και η αποπλάνηση ξεμυαλίζει τα ύστερα κρέπια της θλίψης μου
Και εγώ, θύτης και θύμα. να δημιουργώ απ’ το τίποτα ζωή
Να ξεχειλίζω από δίψα σε περίοδο επώδυνου τοκετού
Γιατί η πνοή μου άλλο δεν είναι από μια εμμονή που κάπου, κάπου ξεφαντώνει
Με την άστατη ψυχή μου σε καιρό αποσβολώματος

Saturday, June 9, 2007

Εγώ λοιπόν…
Να ρουφώ τη ζωή από το φίλτρο της αμνησίας
Να δραπετεύω σε μια γουλιά αλκοόλ
Βυθισμένος στη μοναξιά μου
Να μουρμουρίζω για να φωτιστεί ο νους μου
Να ψελλίζω ανώφελα για να στρέψω την οργή μου στη δημιουργία
Να με ορίζω μια ρευστή πραγματικότητα
Να ζω ανάμεσα στο τίποτα και στο χάος
Να βουτώ σε βάλτους που στο τέλος με καταπίνουν και με ξεβράζουν σε ακτές σκιερών κηλίδων
Να απομακρύνομαι, για να θυμάμαι
Να γερνάω, για να διασώσω την παιδικότητά μου
Εγώ λοιπόν
Σε συνεύρεση με το εμείς
Εγώ λοιπόν εγκλωβισμένος σε κύκλο δίχως ισορροπία, δίχως έπαρση,
Εγώ λοιπόν με τους άλλους ...

Friday, June 8, 2007

Στην όχθη της σιωπής
εκεί που ο πόθος δροσίζει τα λείψανα κάθε επιθυμίας
Εκεί αποκτούν υπόσταση οι ανθρώπινες υπάρξεις,
Ένα κλάμα δροσίζει
Ένα γέλιο σαλεύει
Και το φιλί ανάσα αναβλύζουσα
στο σταυροδρόμι που κάποτε θα βρεθούμε,
Ένα παιδί που γνωρίζει
Μια φωνή που σιωπά
Ένα χάδι που ψιθυρίζει
Και κάπου εκεί εγώ που αφουγκράζομαι την ψιχάλα στο σταθμό του τρένου
Γιατί γνωρίζω να τολμώ
Γιατί υπόσχομαι να αντέχω.

Thursday, June 7, 2007

Στεγνός άδειος άπνους
Η κλεψύδρα ράγισε και ο χρόνος χάθηκε,
Σαραβαλιασμένο σαρκίο τ’ όνειρο μου
Ποτισμένο μ’ αλκοόλ και λάθος,
Οι τελείες και τα κόμματα επιμένουν σαν ξεκούρδιστη διαδήλωση,
Τι να το κάνεις το σχήμα αν το νόημα είναι στείρο;
Τα λόγια ξεψυχούν στην απραξία που επικρατεί
Κανείς δεν φταίει για τίποτα
Και το τίποτα η λάβα που ξερνά ο κρατήρας της διαστροφής.

Δεν έχω λόγο γιατί το εγώ κυοφορεί πολτό
Το μόνο ζωντανό το δάκρυ που γλίστρησε από την καταιγίδα της απάθειας
Σηκώνοντας το μάνταλο της ουσίας
Κι ο στεναγμός που ‘γινε βογκητό
Υφαίνει ιστούς ενώνοντας συναισθήσεις

Wednesday, June 6, 2007

H σάρκα σου μ’ αγγίζει στ’ αχανή σεντόνια των απολαύσεων
είμαι το νόημα που ταξιδεύει στο άπειρο χωρίς ίχνος, σημαδεμένο
στο τζάμι κολλάω, σταγόνα σ’ αλύτρωτο μυαλό
χρόνος δεν υπάρχει σε τούτη την παράσταση
η υγρασία των ματιών τρεμοπαίζει σε λάβαρο παραίσθησης
το κενό δεν έχει σχήμα μόνο ουσία που τη χάνω και την βρίσκω στην τρέλα της σκέψης
άσε με να μπορώ να σκεπάσω την γύμνια μου στο πρώτο ξημέρωμα της κατάνυξης
άσε με να υψώσω την ντροπή μας ψηλά, να εξιλεωθώ στα μάτια ανυπεράσπιστων θεών.

Tuesday, June 5, 2007

Θα ντυθώ κηλίδα στα μάτια σου
Ελπίδα θα σε ονομάσω
Φωνή μου απόμακρη, φωνή μου ασμίλευτη,
Μη, σου λέω μη
Μην ακονίζεις τα νύχια τα γαμψά,
Μη, σου λέω μη
Μην εμφυσάς στον θάνατο παρηγοριά,
Με την αφή στις αμυχές
Η νύχτα κρύβεται στην παλάμη σου
Και η λαχτάρα αστράφτει σαν δίκοπο μαχαίρι
Μες στην ανάσα σου

Sunday, June 3, 2007

σκαλίζω τη φωνή σου διαγράφοντας πορείες
η πλάνη σου το άρμα μου που μέσα του
θα μπω και να μεθύσω
για να σε ψηλαφίσω.

Το δάκρυ σου άγγελε μου
σε τροχιές ατίθασες ήχων θα το κυλήσω
και σε τρελό πανηγύρι θα ρίξω άγκυρα
την υγρασία της καρδιάς
να αναπνεύσω και να ζήσω

ΡΩΓΜΗ ΣΤΟ ΑΓΝΩΣΤΟ

Μια κηλίδα στο δρόμο η θλίψη σου
Που ο ήλιος θα στεγνώσει
Παγώνοντας τον χείμαρρο της μνήμης.
Υπάρχει κι άλλη διέξοδος η απελπισία της σωτηρίας
Μα καθώς ο πόνος ξεψυχά
το κενό χτύπα με βία αφήνοντας λεκέδες στο κορμί που αιωρείται.

Το τέλος και η αρχή είναι ανυπόστατα,
Και οι βρωμιές σου γίνονται ρήσεις στις γκριμάτσες των άστρων
αναζητώντας εκεί που δεν τολμάς
στα χνάρια του άγνωστου που οι σκιές του σε ζώνουν διαρκώς
και το ένστικτο σαν δόρυ εφορμά πάνω τους
με πρόθεση να σβήσει τα βήματα της λήθης

Monday, May 28, 2007

Απέναντι το βουνό των Κενταύρων αερικό η ψυχή μου χορεύει μέσα στα σπλάχνα του. Η γήινη σφαίρα μου δεν δύναται να κρατήσει το βάρος της.
Ένας μουντός καιρός άκαιρος σεργιανίζει σε άγια χώματα είναι ο Άγιος πόνος που λιμνάζει σπέρνοντας διχόνοια. Ένα ρόδο αιμάτινο έκπτωτο αγκάθι στην πορεία της ζωής. Ένας αιμάτινος χιτώνας σεργιανίζει σε Άγια χώματα. Πού και πού ακούω την ψυχή μου να φωνάζει, να κραυγάζει άναρθρα. Μην μου απλώνεις το χέρι πόνε! Που όλα μου τα πήρες, τα μάτια απ’ την ψυχή, την ψυχή απ’ το σώμα, το σώμα από μένα. Μέσα στην υπόκωφη σιωπή της θάλασσας τα ζάρια που χτυπάνε.
Άλλο τη ματωμένη σου σιωπή δεν αντέχω.
Επιδαψιλεύω στις σελίδες μου λόγια όμορφα.
Ενστερνίζομαι το ψιθύρισμα της θάλασσας, αιμορραγώ πάνω στο ηλιοβασίλεμα της πρώτης νιότης μου, το επέκεινα ενός θανάτου. Και γίνομαι σύννεφο, είμαι νεφελοβάμων και παράλληλα νεφελοβατώ, αμφιρρέπω ανάμεσα ουρανού και Νεφελοκοκκυγίας. Και πάλι λέω πως αυτό που έχασα είναι η ενατένιση της ψυχής μου, διαλεκτική ανάμεσα σε μένα και σε μένα.
Πορεία μέσα στο χρόνο.

………………………………………………………………………………………



Εγώ για σένα φωνήεν σε πρόταση, θαυμαστικό σε κίτρινη σελίδα και συ λέει, ακόμα ψάχνεις το χρώμα στο άδειο δωμάτιο. Και αυτό το μάτι που κοιτάει μέσα από σκοτεινούς καθρέφτες είναι το δικό μου, είναι από μένα! Είναι η αμαρτία που κυλάει στο αίμα καθαρή χωρίς ενοχές αντλώ το φως του φεγγαριού για να κοιτάξω τα μάτια σου, παίρνω δύναμη από το σκοτάδι για να κρατήσω τη μορφή σου μακριά. Εσύ για μένα ουρανός, φως παρμένο από σκοτάδι. Μόνο η νύχτα ξέρει την απραξία της μοναξιάς, που ήσυχη δεν ξέρει που πεθαίνει.




Σκαλίζω τη φωνή σου στο δέρμα μου, αφήνω τις μελωδίες της
Να διαποτίσουν τα κύτταρα μου.
Διαγράφω πορείες με τα μηνύματα διαστέλλοντας την ουσία
Η πλάνη σου δεν είναι όνομα στη σκοτεινή διαδρομή των κομητών
Η πλάνη σου είναι το άρμα που μέσα στο χρώμα της νιφάδας
Θα μπω και θα μεθύσω.
Το δάκρυ ξεσπαθώνει, στο χείλος, στο βάραθρο που τέμνει το ματόκλαδο
Για να σε ψηλαφίσω.
Το δάκρυ σου άγγελε μου θα πιω να ξεδιψάσω
Σε τροχιές ατίθασες ήλιων θα διανύσω το κορμί σου
Το δάκρυ σου άγγελέ μου στο γείσο της ψυχής μου θα αφήσω να κυλήσει
Θα ρίξω άγκυρα στων χειλιών σου το ποτάμι.
Σε τρελό πανηγύρι η σιωπή μου αναδεύει τα κύματα των ματιών σου
Κραυγάζει ιαχές στους καταρράχτες της φωτιάς
Παιχνίδι είναι η στιγμή σημάδι είναι το κύμα
Τα παραμύθια είναι μπλόφα!
Έτσι όπως τα δάχτυλα σχίζουν την υγρασία της καρδιάς ,όπως μια ανάσα τσακίζει
τα σεντόνια
Σημαδεύω την σελήνη, αφήνω την πίκρα να εξατμίσει τα δάκρυα που δεν στάζουν.






Τα μάτια μου στάζουν χιόνι,
Η θηλή σου είναι η αίσθηση του απέραντου
Που με πλημμύρισε μα δεν με άφησε να σε χορτάσω.
Τα φιλήδονα βλέμματά σου υνιά που διέσχιζαν
Την σάρκα μου και
Στις λωρίδες του δέρματός μου μοσχοβολούσε
Το μελίσιο αίμα της παραίσθησης

Να σβήσω να χαθώ στη μέθη
Του ματωμένου ήλιου σου
Να ζήσω ή να πεθάνω στο τρελό παραλήρημα
Του κορμιού σου
Έτσι όπως σιγά και κρυφά
Θα εισχωρείς στους αναστεναγμούς μου
Να σου χαρίσω
Το κάθε ψιθύρισμα της αφής μου.
Τα μάτια να τρεμοπαίζουν
Στο βλεφάρισμα των βογκητών μου
Και γω που ονειρευόμουν
Να σου κλέψω την αρμύρα του κορμιού σου
Έσταξε μια σταγόνα νερό
Στο στήθος
Κ’ έσκυψα και την ήπια,
Γεύση ανείπωτη, νερό και σάρκα
………………………………………………………..

Να χάνονται τα δάχτυλα στο ίσκιο σου
Να λατρέψω κάθε του γωνιά
Ν’ αγαπήσεις κάθε σημείο του ξανά
Το βάρος του να νοιώσω















Οι σαρδανάπαλες αλήθειες μου
ηχούν καλόφωνα μες στα ψέματα μου
Η παραφροσύνη μου είναι ο τετραγωνισμός του κύκλου
μες στον εφησυχασμό,
Η απαξίωση του σθένους μου για την επιτυχία είναι η λύτρωσή μου
Και η ελπίδα μου πως θα διαβώ το σκοτάδι αλώβητος.





Ένα γεννοβόλημα παραισθήσεων στα μάτια
Ένα συνονθύλευμα από μικρές πικρές αλήθειες
Και ψέματα που στο τέλος γίνονται ανάγκες ζωής
Ποια λύτρωση; Μόνο σκοτάδι που γεννήθηκε
Από σπινθήρες φωτός
Δεν υπάρχει λογική στις φιλήδονες αλήθειες σου
Ποιο σθένος; Μόνο μια φθισική ελπίδα
Στο φαύλο κύκλο της αποσχισμένης ζωής σου
Ένα κάτι υπάρχει στο πάντα της ασθενικής μου απαντοχής
Είμαι καλά
Η υπομονή μου έγινε ξύλινη ανάγκη για επιβίωση
Στον απόηχο της καταιγίδας
Υπάρχω χωρίς υπεκφυγές
Ανασχηματίζομαι, βυθίζω το βλέμμα
Στο σκοτεινό ομοίωμα του καθρέφτη
Υποχωρώ στην όξινη βροχή των ματιών σου
Ξαμώνω στα εντός μου πάθη για να σιγουρευτώ
Ότι ζω
Και το ποτάμι … το ποτάμι με φωνάζει
Να βρέξω το πέλμα της ψυχής .


Και την αλήθεια που τη φοβάσαι
εκείνη την αλήθεια που κρύβεται πίσω από τη φλόγα του κεριού
που εσύ την έβαλες για να βλέπεις το αχνό φως
και να σπας το σκοτάδι σου
το σκοτάδι που λατρεύεις και που φοβάσαι
να το σπας με τους αμυδρούς ίσκιους του εαυτού σου
εκείνου που δεν αγάπησες εκείνου που προσκυνάς
επειδή την τόλμη του δεν την μετρά η λογική
αλλά μονάχα το ένστικτο που ισορροπεί ανάμεσα
στην αρμονία και στο τίποτα
Ξέρω…ξέρω πως θέλεις να ουρλιάξεις
μέσα στο άπλετο φως του ήλιου
που οι αχτίδες του τσουρουφλίζουν τους εφιάλτες σου
μα κάτι σε κρατά κάτι που δεν το έχεις μόνο εσύ
που το έχουν όλοι,
όλοι εκείνοι όλοι εμείς
που δίχως να καταλαβαίνουμε ξέρουμε πως
το ηλιακό φως είναι το υφάδι της ζωής.

Ποιος ορίζει το φως ποιος και το σκοτάδι;
Ποια μιλάει μες στη σιωπή και ποια σωπαίνει ενώ μιλάει;
Πότε έδωσαν τα ονόματα άνδρας και γυναίκα; Και γιατί;
Ποιο το συμβάν που μετονόμασε το ανόμοιο σε διαφορά και ποιο που βάφτισε τη διαφορά ως αντίθεση;
Και έτσι έγιναν γεγονότα του υποσυνείδητου
γεγονότα της λήθης που επιβάλουν.


Σου το ‘χω ξαναπεί
Δεν ψάχνω κανένα παρά
Μόνο εμένα
Η ντροπή μου είναι η
Προέκταση όλων εσάς
Η ντροπή μου είναι
Το στέμμα για να παραμείνω στο σκοτάδι
Να εθελοτυφλώ στις
Απεγνωσμένες προσπάθειες για
Επιβίωση όλων σας
Ορίζω το σκοτάδι μου και
Δημιουργώ το φως μου
Τέμνω το σώμα με την ψυχή
Γιατί ξέρω το θάνατο της σάρκας
Και το κενό που αφήνει
Στο πέρασμά της η ψυχή.
Πονάω γιατί θέλω να ζήσω
Η αϋπνία μου έχει όνομα
Ο πόνος είναι βουβός όταν
Αγκαλιάζει την ψυχή
Ο πόνος είναι τα δάκρυα που στάζουν
Και αιμορραγούν
Στο αντάμωμα της αγρύπνιας μου.
Η αϋπνία μου έχει νόημα
Να παραμείνω στο χείλος της ζωής
Να συνθλίψω το έρεβος μιας
Αποτυχημένης ελευθερίας
Εμένα όμως η ψυχή μου
Είναι ελεύθερη,
Το πνεύμα μου είναι απροσδιόριστο
Και έτσι θέλω!
Όταν σου λέω ότι πονάω
Σημαίνει ότι ζω
Τα μεσοφόρια της φαιδρότητάς μου
Τα καταργώ με τα λείψανα
Των άγρυπνων και ανομολόγητων
Οραμάτων μου.
Η αμφιλογία σου έχει το όνομα του
Φόβου για το κενό
Ο πόνος δεν είναι κίβδηλος
Έχει σάρκα
Δεν μπορείς να μου πεις για τα
Χρώματα γιατί
Τα χρώματά σου διασπόνται
Στο χάος
Δεν μπορείς να μου πεις για το σκοτάδι
Γιατί δεν το ξέρεις
Δεν μπορείς να μου πεις για το
Πόνο γιατί
Τον φοβάσαι,
Φοβάσαι μην τυχόν και
Παραβιάσει τη
Μίζερη ζωή σου,
Μηρυκάζεις ανώφελα
Ευφυολογήματα που
Στο τέλος συνθλίβονται
Στις εντός σου αλήθειες
Και σου δίνουν την ψευδαίσθηση
Ότι είσαι ελεύθερος
Μάτια μου θέλει χρόνο και
Χώρο
Να ενστερνιστείς τα μέσα σου
Σκοτάδια και
Να μην σε τρομάξει η
Αγριότητά τους
Μάτια μου δεν μπορείς να
Μου πεις για τις εμμονές μου
Γιατί τις δέχτηκα σαν ρούχο
Κυριακάτικο
Δεν μπορείς να μου πεις για
Τον θρήνο
Γιατί τον πήρα στα γόνατά μου
Και τον μεγάλωσα,
Μάτια μου η έξοδος
Κινδύνου
Είναι μέσα σου
Μπες !!















Ένα ανθάκι στον αφαλό είν’ το φιλί
Του φεγγαριού που κουρνιάζει
Στο αιδοίο σου
Και η σκοτεινή του πλευρά
Είναι η γλώσσα μου
Που σβήνει το βλεφάρισμα της ντροπής σου.
Το προσωπείο σου κυλά στα πόδια μου
Και σπάει
Και σηκώνεις το βλέμμα σου
Να με δεις εκεί που σε φτάνω,
Η άχλη των παραισθήσεων μας ντύνει
Και μέσα της συνωμοτούμε
Με τις αμφισημίες, τις αμφιβολίες και
Την απροσδιοριστία,
Έτσι ασχημάτιστοι πορευόμαστε
Μέσα σε ένα χάος δίχως νόημα
Και αγγίζουμε την αφή μας
Μα δεν πιάνουμε τίποτα,
Μυρίζουμε την όσφρησή μας
Μα το κενό μυρωδιά δεν έχει,
Σε κοιτώ, με κοιτάς
Μα δεν βλέπουμε τίποτα,
Και όμως κινούμαστε ασχημάτιστοι.
Ο πόνος δεν είναι τίποτα
Είναι ένα ψέμα
Που μέσα του κρυβόμαστε
Και βαφτίζουμε κάθε μας
Αδυναμία με το ξεθωριασμένο χρώμα
Της θλίψης,
Ο πόνος είναι η κίβδηλη ύπαρξή μας
Το μονοπάτι της λιποταξίας,
Ο πόνος είναι απιστία στον εαυτό μας,
Όταν σου λέω πονάω σημαίνει ότι
Δειλιάζω μπροστά σου
Και έτσι ξεγλιστράω από τα
Μεγάλα σου θέλω
Γιατί αν τα εκπληρώσω
Θα εκπληρωθώ
Και θα χαθώ.
Πονάω πολύ
Πονάω που μου λείπεις
Πονάω που σε χάνω
Πονάω, πονάω, πονάω
Μια ακόμα ανάσα μίζερης ζωής
Ένα ακόμα τίποτα
Μα ένα τίποτα που συνοδεύεται
Από ένα βήμα,
Πως αλλιώς να ανακαλύψω την αλήθεια;
Πως αλλιώς να με δω;
Αν δεν διαστρεβλώνομαι διαρκώς
Μες στην μεμψιμοιρία μου.
Εν τέλει χάρη στον πόνο
Παραστρατώ και δεν σε βρίσκω,
Γιατί προτιμώ να σε αφήνω
Να με περιμένεις
Ώστε να θρυμματίζομαι
Μέσα σε μια λύπη υποκριτική
Που μου χαρίζει την ψευδαίσθηση της ελευθερίας
Παρά να είμαι ελεύθερος
Μέσα στην εθελοδουλία σου.
Αφηνιάζω γρυλίζοντας
Κλυδωνίζομαι στον παλμό του σφυρίγματός μου
Και έτσι με αποποιούμαι,
Χαρά μου είναι η αρνησικυρία στα θέλω μου
Και είναι το πέπλο των εμμονών μου.

Με τα μεσοφόρια της θυμηδίας
Απαλείφω τα δώματα της αϋπνίας σου
Τα λείψανα των απόηχων του χθες
Δεν με αφορούν
Και αν στέκουν ακόμη μέσα μου
Είναι γιατί θα με περάσουν
Σε μια νέα κατάσταση.
Το νεύρο που περονιάζει την ψυχή
Το συνθλίβω με την συνομωσία
Των υπονοούμενων
Για να τα απαλείψω.
Απάλειψη είν’ το νόημα της πράξης μου
Που διαβάλλει την αιμορραγία.
Επάλειψη είναι η ουσία του σιωπηλού
Αποκλεισμού στα σύνορα της ελευθερίας,
Με πράξεις στεγανοποίησης του είμαι
Μέσα στο εμείς
Του είναι μέσα στο αυτό
Και όλα αυτά για ένα
Εσύ που είναι το ιδεατό
Της ύπαρξης και το εσείς
Η καρδιά του.

Τα μεσοφόρια της φαιδρότητάς μου
Τα καταργώ με τα λείψανα
Των άγρυπνων και ανομολόγητων
Οραμάτων μου.
Η ντροπή μου είναι το
Αναίσχυντο πάθος μου για
Επιβίωση.














Το πνεύμα έσταζε σταλακτίτες στην άπνοια
ενώ κάρφωνα το μάτι στο πίσω μέρος του μυαλού
για να βρεθεί μέσα στο ρόδι του σύμπαντος.
Ευδόκιμο το χάος στο σπίτι μου, που ο σκελετός του
είναι μονάχα ανάσες και ήχοι, οι οποίοι καθώς με κυνηγάνε
η σκέψη μου χύνεται στο χώμα και φυτρώνει αγριάδα.
Έτσι η νύχτα γίνεται μέρα και ντύνομαι μια ηλιαχτίδα.

Τύφλωσα την κουκουβάγια με το σκοτάδι μου
Και κείνη δίχως όραση μ’ έβλεπε να τρέχω αμίλητος
Παραληρώντας μέσα στη φράση « τα λόγια πια δεν φτάνουν».
Έπνιξα το ζάρι στο βυθό του μυαλού
Και τ’ ανυπόταχτα νερά του βουβάθηκαν,
Όμως μες στην απελπισία ένοιωθα όμορφα
Γιατί νιφάδες έλουζαν το κεφάλι μου
κ’ ένας κύκνος χόρευε στον χιονισμένο θόλο
Της ανυπαρξίας μου.

Κάποτε, ήξερα πως η νύχτα έχει χρώμα
Τώρα ξέρω πως η μέρα είναι τυφλή
Και ρέει μέσα μου,
Μα καθώς χάνομαι σε μαύρα σύννεφα
Ρανίδες χάους με δροσίζουν.

















Οι απαλές πτυχώσεις του απέραντου
σε ένα βιβλίο δίχως αρχή και τέλος,
κι όμως μπορώ να διακρίνω έστω αχνά
σημάδια από την αιώνια ζωή σου.
Πως, πες μου πως; πώς να κλειστώ σε μαλαματένιο σχήμα καρδιάς
όταν εσύ μου προσφέρεις το απόλυτο δίχως αντάλλαγμα
Και φτιάχνουμε νησίδες ελπίδας καθώς τα νύχια αγριεύουν.
Και τότε η σάρκα σου η απέραντη χώμα γίνεται να βυθίζομαι βαθιά
Ενώ τα δέντρα ξεδιπλώνονται από μέσα μας
κι από τις κόρες των ματιών
κλαδιά ξεχύνονται στο άπειρο
που η πνοή τα παρασέρνει
και κείνα γέρνουν προς την γη
αφήνοντας τα βλέμματα να πέφτουν πάνω της.