Sunday, June 17, 2007

Δεν ήταν πόνος
Κενό ήταν που έπεφτα χωρίς σχέδιο πτώσης
Πιάστηκα από το εγώ μου, αγκιστρώθηκα απελπισμένα από το είναι μου
Που ήταν και δεν ήταν,
Υποκρίθηκα για να παραμείνω στην επιφάνεια, και τώρα
Αναπνέω φυσαλίδες ζωής στην μύχια μοναξιά μου
Ένα βουβό κλάμα αγκυλώνει τα πόδια
Κάθε βήμα και ένα αγκάθι στα γκρίζα νερά μου
Κάθε ανάσα άδειο βλέμμα στο τρύπιο κέρμα του κορμιού σου
Που λικνίζεται σαν φύλλο άνυδρο σε ξεθωριασμένο τοπίο παραισθήσεων
Αφιερωμένο στην Πηνελόπη που είναι συνδημιουργός
Γητευτή της αιωνιότητά μου
Φρουρέ του θανάτου μου
Δήμιε που στέκεις στην πόρτα μου
Εσύ άγγελε μου και ασυγχώρητο σφάλμα μου
Σου λέω, οι σάλπιγγες και τα κύμβαλα δεν αρκούν
για να κρύψουν την ντροπή
Που με πλημμύρισε πέρα απ’ το όριο
Οι μαστοί μου, μαστοί ελπίδας γενναιοφόρας ύπαρξης
Θα ανθίσουν μέσα στα ίχνη ποιος ξέρει ποιου θεού
Και ο σπινθήρας που κροταλίζει στα σωθικά μου
αναβαπτίζεται ως θύτης μιας καινούργιας ζωής