Monday, May 28, 2007

Απέναντι το βουνό των Κενταύρων αερικό η ψυχή μου χορεύει μέσα στα σπλάχνα του. Η γήινη σφαίρα μου δεν δύναται να κρατήσει το βάρος της.
Ένας μουντός καιρός άκαιρος σεργιανίζει σε άγια χώματα είναι ο Άγιος πόνος που λιμνάζει σπέρνοντας διχόνοια. Ένα ρόδο αιμάτινο έκπτωτο αγκάθι στην πορεία της ζωής. Ένας αιμάτινος χιτώνας σεργιανίζει σε Άγια χώματα. Πού και πού ακούω την ψυχή μου να φωνάζει, να κραυγάζει άναρθρα. Μην μου απλώνεις το χέρι πόνε! Που όλα μου τα πήρες, τα μάτια απ’ την ψυχή, την ψυχή απ’ το σώμα, το σώμα από μένα. Μέσα στην υπόκωφη σιωπή της θάλασσας τα ζάρια που χτυπάνε.
Άλλο τη ματωμένη σου σιωπή δεν αντέχω.
Επιδαψιλεύω στις σελίδες μου λόγια όμορφα.
Ενστερνίζομαι το ψιθύρισμα της θάλασσας, αιμορραγώ πάνω στο ηλιοβασίλεμα της πρώτης νιότης μου, το επέκεινα ενός θανάτου. Και γίνομαι σύννεφο, είμαι νεφελοβάμων και παράλληλα νεφελοβατώ, αμφιρρέπω ανάμεσα ουρανού και Νεφελοκοκκυγίας. Και πάλι λέω πως αυτό που έχασα είναι η ενατένιση της ψυχής μου, διαλεκτική ανάμεσα σε μένα και σε μένα.
Πορεία μέσα στο χρόνο.

………………………………………………………………………………………



Εγώ για σένα φωνήεν σε πρόταση, θαυμαστικό σε κίτρινη σελίδα και συ λέει, ακόμα ψάχνεις το χρώμα στο άδειο δωμάτιο. Και αυτό το μάτι που κοιτάει μέσα από σκοτεινούς καθρέφτες είναι το δικό μου, είναι από μένα! Είναι η αμαρτία που κυλάει στο αίμα καθαρή χωρίς ενοχές αντλώ το φως του φεγγαριού για να κοιτάξω τα μάτια σου, παίρνω δύναμη από το σκοτάδι για να κρατήσω τη μορφή σου μακριά. Εσύ για μένα ουρανός, φως παρμένο από σκοτάδι. Μόνο η νύχτα ξέρει την απραξία της μοναξιάς, που ήσυχη δεν ξέρει που πεθαίνει.




Σκαλίζω τη φωνή σου στο δέρμα μου, αφήνω τις μελωδίες της
Να διαποτίσουν τα κύτταρα μου.
Διαγράφω πορείες με τα μηνύματα διαστέλλοντας την ουσία
Η πλάνη σου δεν είναι όνομα στη σκοτεινή διαδρομή των κομητών
Η πλάνη σου είναι το άρμα που μέσα στο χρώμα της νιφάδας
Θα μπω και θα μεθύσω.
Το δάκρυ ξεσπαθώνει, στο χείλος, στο βάραθρο που τέμνει το ματόκλαδο
Για να σε ψηλαφίσω.
Το δάκρυ σου άγγελε μου θα πιω να ξεδιψάσω
Σε τροχιές ατίθασες ήλιων θα διανύσω το κορμί σου
Το δάκρυ σου άγγελέ μου στο γείσο της ψυχής μου θα αφήσω να κυλήσει
Θα ρίξω άγκυρα στων χειλιών σου το ποτάμι.
Σε τρελό πανηγύρι η σιωπή μου αναδεύει τα κύματα των ματιών σου
Κραυγάζει ιαχές στους καταρράχτες της φωτιάς
Παιχνίδι είναι η στιγμή σημάδι είναι το κύμα
Τα παραμύθια είναι μπλόφα!
Έτσι όπως τα δάχτυλα σχίζουν την υγρασία της καρδιάς ,όπως μια ανάσα τσακίζει
τα σεντόνια
Σημαδεύω την σελήνη, αφήνω την πίκρα να εξατμίσει τα δάκρυα που δεν στάζουν.






Τα μάτια μου στάζουν χιόνι,
Η θηλή σου είναι η αίσθηση του απέραντου
Που με πλημμύρισε μα δεν με άφησε να σε χορτάσω.
Τα φιλήδονα βλέμματά σου υνιά που διέσχιζαν
Την σάρκα μου και
Στις λωρίδες του δέρματός μου μοσχοβολούσε
Το μελίσιο αίμα της παραίσθησης

Να σβήσω να χαθώ στη μέθη
Του ματωμένου ήλιου σου
Να ζήσω ή να πεθάνω στο τρελό παραλήρημα
Του κορμιού σου
Έτσι όπως σιγά και κρυφά
Θα εισχωρείς στους αναστεναγμούς μου
Να σου χαρίσω
Το κάθε ψιθύρισμα της αφής μου.
Τα μάτια να τρεμοπαίζουν
Στο βλεφάρισμα των βογκητών μου
Και γω που ονειρευόμουν
Να σου κλέψω την αρμύρα του κορμιού σου
Έσταξε μια σταγόνα νερό
Στο στήθος
Κ’ έσκυψα και την ήπια,
Γεύση ανείπωτη, νερό και σάρκα
………………………………………………………..

Να χάνονται τα δάχτυλα στο ίσκιο σου
Να λατρέψω κάθε του γωνιά
Ν’ αγαπήσεις κάθε σημείο του ξανά
Το βάρος του να νοιώσω















Οι σαρδανάπαλες αλήθειες μου
ηχούν καλόφωνα μες στα ψέματα μου
Η παραφροσύνη μου είναι ο τετραγωνισμός του κύκλου
μες στον εφησυχασμό,
Η απαξίωση του σθένους μου για την επιτυχία είναι η λύτρωσή μου
Και η ελπίδα μου πως θα διαβώ το σκοτάδι αλώβητος.





Ένα γεννοβόλημα παραισθήσεων στα μάτια
Ένα συνονθύλευμα από μικρές πικρές αλήθειες
Και ψέματα που στο τέλος γίνονται ανάγκες ζωής
Ποια λύτρωση; Μόνο σκοτάδι που γεννήθηκε
Από σπινθήρες φωτός
Δεν υπάρχει λογική στις φιλήδονες αλήθειες σου
Ποιο σθένος; Μόνο μια φθισική ελπίδα
Στο φαύλο κύκλο της αποσχισμένης ζωής σου
Ένα κάτι υπάρχει στο πάντα της ασθενικής μου απαντοχής
Είμαι καλά
Η υπομονή μου έγινε ξύλινη ανάγκη για επιβίωση
Στον απόηχο της καταιγίδας
Υπάρχω χωρίς υπεκφυγές
Ανασχηματίζομαι, βυθίζω το βλέμμα
Στο σκοτεινό ομοίωμα του καθρέφτη
Υποχωρώ στην όξινη βροχή των ματιών σου
Ξαμώνω στα εντός μου πάθη για να σιγουρευτώ
Ότι ζω
Και το ποτάμι … το ποτάμι με φωνάζει
Να βρέξω το πέλμα της ψυχής .


Και την αλήθεια που τη φοβάσαι
εκείνη την αλήθεια που κρύβεται πίσω από τη φλόγα του κεριού
που εσύ την έβαλες για να βλέπεις το αχνό φως
και να σπας το σκοτάδι σου
το σκοτάδι που λατρεύεις και που φοβάσαι
να το σπας με τους αμυδρούς ίσκιους του εαυτού σου
εκείνου που δεν αγάπησες εκείνου που προσκυνάς
επειδή την τόλμη του δεν την μετρά η λογική
αλλά μονάχα το ένστικτο που ισορροπεί ανάμεσα
στην αρμονία και στο τίποτα
Ξέρω…ξέρω πως θέλεις να ουρλιάξεις
μέσα στο άπλετο φως του ήλιου
που οι αχτίδες του τσουρουφλίζουν τους εφιάλτες σου
μα κάτι σε κρατά κάτι που δεν το έχεις μόνο εσύ
που το έχουν όλοι,
όλοι εκείνοι όλοι εμείς
που δίχως να καταλαβαίνουμε ξέρουμε πως
το ηλιακό φως είναι το υφάδι της ζωής.

Ποιος ορίζει το φως ποιος και το σκοτάδι;
Ποια μιλάει μες στη σιωπή και ποια σωπαίνει ενώ μιλάει;
Πότε έδωσαν τα ονόματα άνδρας και γυναίκα; Και γιατί;
Ποιο το συμβάν που μετονόμασε το ανόμοιο σε διαφορά και ποιο που βάφτισε τη διαφορά ως αντίθεση;
Και έτσι έγιναν γεγονότα του υποσυνείδητου
γεγονότα της λήθης που επιβάλουν.


Σου το ‘χω ξαναπεί
Δεν ψάχνω κανένα παρά
Μόνο εμένα
Η ντροπή μου είναι η
Προέκταση όλων εσάς
Η ντροπή μου είναι
Το στέμμα για να παραμείνω στο σκοτάδι
Να εθελοτυφλώ στις
Απεγνωσμένες προσπάθειες για
Επιβίωση όλων σας
Ορίζω το σκοτάδι μου και
Δημιουργώ το φως μου
Τέμνω το σώμα με την ψυχή
Γιατί ξέρω το θάνατο της σάρκας
Και το κενό που αφήνει
Στο πέρασμά της η ψυχή.
Πονάω γιατί θέλω να ζήσω
Η αϋπνία μου έχει όνομα
Ο πόνος είναι βουβός όταν
Αγκαλιάζει την ψυχή
Ο πόνος είναι τα δάκρυα που στάζουν
Και αιμορραγούν
Στο αντάμωμα της αγρύπνιας μου.
Η αϋπνία μου έχει νόημα
Να παραμείνω στο χείλος της ζωής
Να συνθλίψω το έρεβος μιας
Αποτυχημένης ελευθερίας
Εμένα όμως η ψυχή μου
Είναι ελεύθερη,
Το πνεύμα μου είναι απροσδιόριστο
Και έτσι θέλω!
Όταν σου λέω ότι πονάω
Σημαίνει ότι ζω
Τα μεσοφόρια της φαιδρότητάς μου
Τα καταργώ με τα λείψανα
Των άγρυπνων και ανομολόγητων
Οραμάτων μου.
Η αμφιλογία σου έχει το όνομα του
Φόβου για το κενό
Ο πόνος δεν είναι κίβδηλος
Έχει σάρκα
Δεν μπορείς να μου πεις για τα
Χρώματα γιατί
Τα χρώματά σου διασπόνται
Στο χάος
Δεν μπορείς να μου πεις για το σκοτάδι
Γιατί δεν το ξέρεις
Δεν μπορείς να μου πεις για το
Πόνο γιατί
Τον φοβάσαι,
Φοβάσαι μην τυχόν και
Παραβιάσει τη
Μίζερη ζωή σου,
Μηρυκάζεις ανώφελα
Ευφυολογήματα που
Στο τέλος συνθλίβονται
Στις εντός σου αλήθειες
Και σου δίνουν την ψευδαίσθηση
Ότι είσαι ελεύθερος
Μάτια μου θέλει χρόνο και
Χώρο
Να ενστερνιστείς τα μέσα σου
Σκοτάδια και
Να μην σε τρομάξει η
Αγριότητά τους
Μάτια μου δεν μπορείς να
Μου πεις για τις εμμονές μου
Γιατί τις δέχτηκα σαν ρούχο
Κυριακάτικο
Δεν μπορείς να μου πεις για
Τον θρήνο
Γιατί τον πήρα στα γόνατά μου
Και τον μεγάλωσα,
Μάτια μου η έξοδος
Κινδύνου
Είναι μέσα σου
Μπες !!















Ένα ανθάκι στον αφαλό είν’ το φιλί
Του φεγγαριού που κουρνιάζει
Στο αιδοίο σου
Και η σκοτεινή του πλευρά
Είναι η γλώσσα μου
Που σβήνει το βλεφάρισμα της ντροπής σου.
Το προσωπείο σου κυλά στα πόδια μου
Και σπάει
Και σηκώνεις το βλέμμα σου
Να με δεις εκεί που σε φτάνω,
Η άχλη των παραισθήσεων μας ντύνει
Και μέσα της συνωμοτούμε
Με τις αμφισημίες, τις αμφιβολίες και
Την απροσδιοριστία,
Έτσι ασχημάτιστοι πορευόμαστε
Μέσα σε ένα χάος δίχως νόημα
Και αγγίζουμε την αφή μας
Μα δεν πιάνουμε τίποτα,
Μυρίζουμε την όσφρησή μας
Μα το κενό μυρωδιά δεν έχει,
Σε κοιτώ, με κοιτάς
Μα δεν βλέπουμε τίποτα,
Και όμως κινούμαστε ασχημάτιστοι.
Ο πόνος δεν είναι τίποτα
Είναι ένα ψέμα
Που μέσα του κρυβόμαστε
Και βαφτίζουμε κάθε μας
Αδυναμία με το ξεθωριασμένο χρώμα
Της θλίψης,
Ο πόνος είναι η κίβδηλη ύπαρξή μας
Το μονοπάτι της λιποταξίας,
Ο πόνος είναι απιστία στον εαυτό μας,
Όταν σου λέω πονάω σημαίνει ότι
Δειλιάζω μπροστά σου
Και έτσι ξεγλιστράω από τα
Μεγάλα σου θέλω
Γιατί αν τα εκπληρώσω
Θα εκπληρωθώ
Και θα χαθώ.
Πονάω πολύ
Πονάω που μου λείπεις
Πονάω που σε χάνω
Πονάω, πονάω, πονάω
Μια ακόμα ανάσα μίζερης ζωής
Ένα ακόμα τίποτα
Μα ένα τίποτα που συνοδεύεται
Από ένα βήμα,
Πως αλλιώς να ανακαλύψω την αλήθεια;
Πως αλλιώς να με δω;
Αν δεν διαστρεβλώνομαι διαρκώς
Μες στην μεμψιμοιρία μου.
Εν τέλει χάρη στον πόνο
Παραστρατώ και δεν σε βρίσκω,
Γιατί προτιμώ να σε αφήνω
Να με περιμένεις
Ώστε να θρυμματίζομαι
Μέσα σε μια λύπη υποκριτική
Που μου χαρίζει την ψευδαίσθηση της ελευθερίας
Παρά να είμαι ελεύθερος
Μέσα στην εθελοδουλία σου.
Αφηνιάζω γρυλίζοντας
Κλυδωνίζομαι στον παλμό του σφυρίγματός μου
Και έτσι με αποποιούμαι,
Χαρά μου είναι η αρνησικυρία στα θέλω μου
Και είναι το πέπλο των εμμονών μου.

Με τα μεσοφόρια της θυμηδίας
Απαλείφω τα δώματα της αϋπνίας σου
Τα λείψανα των απόηχων του χθες
Δεν με αφορούν
Και αν στέκουν ακόμη μέσα μου
Είναι γιατί θα με περάσουν
Σε μια νέα κατάσταση.
Το νεύρο που περονιάζει την ψυχή
Το συνθλίβω με την συνομωσία
Των υπονοούμενων
Για να τα απαλείψω.
Απάλειψη είν’ το νόημα της πράξης μου
Που διαβάλλει την αιμορραγία.
Επάλειψη είναι η ουσία του σιωπηλού
Αποκλεισμού στα σύνορα της ελευθερίας,
Με πράξεις στεγανοποίησης του είμαι
Μέσα στο εμείς
Του είναι μέσα στο αυτό
Και όλα αυτά για ένα
Εσύ που είναι το ιδεατό
Της ύπαρξης και το εσείς
Η καρδιά του.

Τα μεσοφόρια της φαιδρότητάς μου
Τα καταργώ με τα λείψανα
Των άγρυπνων και ανομολόγητων
Οραμάτων μου.
Η ντροπή μου είναι το
Αναίσχυντο πάθος μου για
Επιβίωση.














Το πνεύμα έσταζε σταλακτίτες στην άπνοια
ενώ κάρφωνα το μάτι στο πίσω μέρος του μυαλού
για να βρεθεί μέσα στο ρόδι του σύμπαντος.
Ευδόκιμο το χάος στο σπίτι μου, που ο σκελετός του
είναι μονάχα ανάσες και ήχοι, οι οποίοι καθώς με κυνηγάνε
η σκέψη μου χύνεται στο χώμα και φυτρώνει αγριάδα.
Έτσι η νύχτα γίνεται μέρα και ντύνομαι μια ηλιαχτίδα.

Τύφλωσα την κουκουβάγια με το σκοτάδι μου
Και κείνη δίχως όραση μ’ έβλεπε να τρέχω αμίλητος
Παραληρώντας μέσα στη φράση « τα λόγια πια δεν φτάνουν».
Έπνιξα το ζάρι στο βυθό του μυαλού
Και τ’ ανυπόταχτα νερά του βουβάθηκαν,
Όμως μες στην απελπισία ένοιωθα όμορφα
Γιατί νιφάδες έλουζαν το κεφάλι μου
κ’ ένας κύκνος χόρευε στον χιονισμένο θόλο
Της ανυπαρξίας μου.

Κάποτε, ήξερα πως η νύχτα έχει χρώμα
Τώρα ξέρω πως η μέρα είναι τυφλή
Και ρέει μέσα μου,
Μα καθώς χάνομαι σε μαύρα σύννεφα
Ρανίδες χάους με δροσίζουν.

















Οι απαλές πτυχώσεις του απέραντου
σε ένα βιβλίο δίχως αρχή και τέλος,
κι όμως μπορώ να διακρίνω έστω αχνά
σημάδια από την αιώνια ζωή σου.
Πως, πες μου πως; πώς να κλειστώ σε μαλαματένιο σχήμα καρδιάς
όταν εσύ μου προσφέρεις το απόλυτο δίχως αντάλλαγμα
Και φτιάχνουμε νησίδες ελπίδας καθώς τα νύχια αγριεύουν.
Και τότε η σάρκα σου η απέραντη χώμα γίνεται να βυθίζομαι βαθιά
Ενώ τα δέντρα ξεδιπλώνονται από μέσα μας
κι από τις κόρες των ματιών
κλαδιά ξεχύνονται στο άπειρο
που η πνοή τα παρασέρνει
και κείνα γέρνουν προς την γη
αφήνοντας τα βλέμματα να πέφτουν πάνω της.