Ίχνος φωνής δεν θα μείνει
Στη σκιά που απλώνει και γελά
Η θέλησή μου άνισο επιφώνημα σε γέφυρα ελπίδας
Στην ανάσα που διαφεύγει απ’ τα χείλη επιθυμώντας
Να γλιστράει μες στο άπειρο
Λοξοδρομώ με μόνη διαίσθηση το υφάδι των φευγαλέων αντιθέσεων
Τροχός η ζωή που εκτροχιάζεται
Τραχύς ο δρόμος
Και εύπλαστη η ψυχή,
Τώρα μπορώ να αφήσω το απέριττο
Να με καθοδηγεί
Τώρα...
Tuesday, June 26, 2007
Tρέχω και πέφτω
Πέφτω και σηκώνομαι
Τινάζω τη σκόνη από μέσα μου
Σκάνε οι ρίζες μου στις πληγές που αλείφω με βάλσαμο από δάκρυα ενώ στέκουν
Στα μάτια μου
Βηματίζω με την νύχτα μες τη μέρα
Άυπνος μα πάντα πεινασμένος για τα χείλια που τρέμουν
Βηματίζω, και σε κάποια ανυποψίαστη στιγμή τρέχω,
τρέχω για να προστάξω τη ζωή
Τρέχω με την ανελέητη απληστία της αναίσχυντης πορείας μου στο άχρονο
Και πέφτω ξανά και ξανά…
Τινάζω τη σκόνη από μέσα μου
Σκάνε οι ρίζες μου στις πληγές που αλείφω με βάλσαμο από δάκρυα ενώ στέκουν
Στα μάτια μου
Βηματίζω με την νύχτα μες τη μέρα
Άυπνος μα πάντα πεινασμένος για τα χείλια που τρέμουν
Βηματίζω, και σε κάποια ανυποψίαστη στιγμή τρέχω,
τρέχω για να προστάξω τη ζωή
Τρέχω με την ανελέητη απληστία της αναίσχυντης πορείας μου στο άχρονο
Και πέφτω ξανά και ξανά…
Tuesday, June 19, 2007
Ταυτότητα
Ταυτότητα δε έχω
Μόνο δάχτυλα που αμφιρρέπουν στο κενό
Πρόσωπο δεν λογίζεται, μόνο μια σκιά σε σπασμένη ανισορροπία
Ότι είμαι
Ότι κι αν κάνω
Δεν αρκεί
Δεν με ορίζουν τα όρια, μόνο τα ορίζω σε δρόμους που η
Μόνη διέξοδος είναι οι επιλογές της ύπαρξης μου
Στα ανελέητα γρανάζια των ανεκπλήρωτων φαντασμάτων μου.
Μόνο δάχτυλα που αμφιρρέπουν στο κενό
Πρόσωπο δεν λογίζεται, μόνο μια σκιά σε σπασμένη ανισορροπία
Ότι είμαι
Ότι κι αν κάνω
Δεν αρκεί
Δεν με ορίζουν τα όρια, μόνο τα ορίζω σε δρόμους που η
Μόνη διέξοδος είναι οι επιλογές της ύπαρξης μου
Στα ανελέητα γρανάζια των ανεκπλήρωτων φαντασμάτων μου.
Aνελέτητο
Δεν υπάρχω, δεν έχω αισθήματα
Μήτε νόημα
Μονάχα η φωνή μου υψώνεται σε εκλάμψεις φωτός
Μπρος στα ύστερα της μύχιας ροής τι να την κάνω
Την αγάπη, αγάπη μου;
Μπρος στον χείμαρρο του ανελέητου αίματος
Τι να το κάνω το λεπίδι;
Άσε με να μπήγω παραμύθια στο άχρωμο πετσί μου
Άσε με να ανασαίνω κάτω από την γλώσσα μου
Άσε με να με μακελέψω μες την ανένδοτη ζωή μου, να ζω παρέα με το θάνατο
Και να φτύνω στο πρόσωπο του Έτσι ,
γιατί αυτό που ζούμε είναι ένα τίποτα σε αυτό που θα ζήσουμε
Μήτε νόημα
Μονάχα η φωνή μου υψώνεται σε εκλάμψεις φωτός
Μπρος στα ύστερα της μύχιας ροής τι να την κάνω
Την αγάπη, αγάπη μου;
Μπρος στον χείμαρρο του ανελέητου αίματος
Τι να το κάνω το λεπίδι;
Άσε με να μπήγω παραμύθια στο άχρωμο πετσί μου
Άσε με να ανασαίνω κάτω από την γλώσσα μου
Άσε με να με μακελέψω μες την ανένδοτη ζωή μου, να ζω παρέα με το θάνατο
Και να φτύνω στο πρόσωπο του Έτσι ,
γιατί αυτό που ζούμε είναι ένα τίποτα σε αυτό που θα ζήσουμε
Ανοίγει
Όπως ο ήχος που διαφεύγει σε ένα μήνυμα
Όπως το δίλλημα που γερνά ενώ γελά
Έτσι και οι αμφιβολίες κινδυνολογούν σε σωρό από λάφυρα μνήμης
Έτσι όπως μια εμμονή ανοίγει την ελαφρότητα της ενοχής
Έτσι και η φωνή σπάει τα τοιχώματα της οργής
Γιατί τίποτα και όλα γεννιόνται στο κενό
Μόνο η φθορά σου θυμίζει την σαπίλα της απώλειας
Και οι στιγμές άγρυπνος λόχος σε ένα συρτάρι που βρυχάται και σου ζητάει να το ξαρματώσεις από την αλήθεια που κρύβει.
Όπως το δίλλημα που γερνά ενώ γελά
Έτσι και οι αμφιβολίες κινδυνολογούν σε σωρό από λάφυρα μνήμης
Έτσι όπως μια εμμονή ανοίγει την ελαφρότητα της ενοχής
Έτσι και η φωνή σπάει τα τοιχώματα της οργής
Γιατί τίποτα και όλα γεννιόνται στο κενό
Μόνο η φθορά σου θυμίζει την σαπίλα της απώλειας
Και οι στιγμές άγρυπνος λόχος σε ένα συρτάρι που βρυχάται και σου ζητάει να το ξαρματώσεις από την αλήθεια που κρύβει.
Sunday, June 17, 2007
Δεν ήταν πόνος
Κενό ήταν που έπεφτα χωρίς σχέδιο πτώσης
Πιάστηκα από το εγώ μου, αγκιστρώθηκα απελπισμένα από το είναι μου
Που ήταν και δεν ήταν,
Κενό ήταν που έπεφτα χωρίς σχέδιο πτώσης
Πιάστηκα από το εγώ μου, αγκιστρώθηκα απελπισμένα από το είναι μου
Που ήταν και δεν ήταν,
Υποκρίθηκα για να παραμείνω στην επιφάνεια, και τώρα
Αναπνέω φυσαλίδες ζωής στην μύχια μοναξιά μου
Ένα βουβό κλάμα αγκυλώνει τα πόδια
Κάθε βήμα και ένα αγκάθι στα γκρίζα νερά μου
Κάθε ανάσα άδειο βλέμμα στο τρύπιο κέρμα του κορμιού σου
Που λικνίζεται σαν φύλλο άνυδρο σε ξεθωριασμένο τοπίο παραισθήσεων
Αναπνέω φυσαλίδες ζωής στην μύχια μοναξιά μου
Ένα βουβό κλάμα αγκυλώνει τα πόδια
Κάθε βήμα και ένα αγκάθι στα γκρίζα νερά μου
Κάθε ανάσα άδειο βλέμμα στο τρύπιο κέρμα του κορμιού σου
Που λικνίζεται σαν φύλλο άνυδρο σε ξεθωριασμένο τοπίο παραισθήσεων
Αφιερωμένο στην Πηνελόπη που είναι συνδημιουργός
Γητευτή της αιωνιότητά μου
Φρουρέ του θανάτου μου
Δήμιε που στέκεις στην πόρτα μου
Εσύ άγγελε μου και ασυγχώρητο σφάλμα μου
Σου λέω, οι σάλπιγγες και τα κύμβαλα δεν αρκούν
για να κρύψουν την ντροπή
Που με πλημμύρισε πέρα απ’ το όριο
Οι μαστοί μου, μαστοί ελπίδας γενναιοφόρας ύπαρξης
Θα ανθίσουν μέσα στα ίχνη ποιος ξέρει ποιου θεού
Και ο σπινθήρας που κροταλίζει στα σωθικά μου
αναβαπτίζεται ως θύτης μιας καινούργιας ζωής
Φρουρέ του θανάτου μου
Δήμιε που στέκεις στην πόρτα μου
Εσύ άγγελε μου και ασυγχώρητο σφάλμα μου
Σου λέω, οι σάλπιγγες και τα κύμβαλα δεν αρκούν
για να κρύψουν την ντροπή
Που με πλημμύρισε πέρα απ’ το όριο
Οι μαστοί μου, μαστοί ελπίδας γενναιοφόρας ύπαρξης
Θα ανθίσουν μέσα στα ίχνη ποιος ξέρει ποιου θεού
Και ο σπινθήρας που κροταλίζει στα σωθικά μου
αναβαπτίζεται ως θύτης μιας καινούργιας ζωής
Thursday, June 14, 2007
Κηλιδωμένη γύμνια μου
Αστραπή της κομμένης μου ανάσας,
Λαχταρώ να διαβώ το άγριο μελίσσι της πλάνη σου.
Μια υπόκωφη κραυγή στροβιλίζεται σε αυτή την άπνοια,
Όχι! Το λάθος δεν λογίζεται μόνο συλλογίζεται την ύπαρξή του
Μικρό και λιπόσαρκο, μα προπαντός λειψό.
Η μακάρια ακινησία του συλλαβίζει τα αέναα όνειρά μου
Και η αποπλάνηση ξεμυαλίζει τα ύστερα κρέπια της θλίψης μου
Και εγώ, θύτης και θύμα. να δημιουργώ απ’ το τίποτα ζωή
Να ξεχειλίζω από δίψα σε περίοδο επώδυνου τοκετού
Γιατί η πνοή μου άλλο δεν είναι από μια εμμονή που κάπου, κάπου ξεφαντώνει
Με την άστατη ψυχή μου σε καιρό αποσβολώματος
Αστραπή της κομμένης μου ανάσας,
Λαχταρώ να διαβώ το άγριο μελίσσι της πλάνη σου.
Μια υπόκωφη κραυγή στροβιλίζεται σε αυτή την άπνοια,
Όχι! Το λάθος δεν λογίζεται μόνο συλλογίζεται την ύπαρξή του
Μικρό και λιπόσαρκο, μα προπαντός λειψό.
Η μακάρια ακινησία του συλλαβίζει τα αέναα όνειρά μου
Και η αποπλάνηση ξεμυαλίζει τα ύστερα κρέπια της θλίψης μου
Και εγώ, θύτης και θύμα. να δημιουργώ απ’ το τίποτα ζωή
Να ξεχειλίζω από δίψα σε περίοδο επώδυνου τοκετού
Γιατί η πνοή μου άλλο δεν είναι από μια εμμονή που κάπου, κάπου ξεφαντώνει
Με την άστατη ψυχή μου σε καιρό αποσβολώματος
Saturday, June 9, 2007
Εγώ λοιπόν…
Να ρουφώ τη ζωή από το φίλτρο της αμνησίας
Να δραπετεύω σε μια γουλιά αλκοόλ
Βυθισμένος στη μοναξιά μου
Να μουρμουρίζω για να φωτιστεί ο νους μου
Να ψελλίζω ανώφελα για να στρέψω την οργή μου στη δημιουργία
Να με ορίζω μια ρευστή πραγματικότητα
Να ζω ανάμεσα στο τίποτα και στο χάος
Να βουτώ σε βάλτους που στο τέλος με καταπίνουν και με ξεβράζουν σε ακτές σκιερών κηλίδων
Να απομακρύνομαι, για να θυμάμαι
Να γερνάω, για να διασώσω την παιδικότητά μου
Εγώ λοιπόν
Σε συνεύρεση με το εμείς
Εγώ λοιπόν εγκλωβισμένος σε κύκλο δίχως ισορροπία, δίχως έπαρση,
Εγώ λοιπόν με τους άλλους ...
Να ρουφώ τη ζωή από το φίλτρο της αμνησίας
Να δραπετεύω σε μια γουλιά αλκοόλ
Βυθισμένος στη μοναξιά μου
Να μουρμουρίζω για να φωτιστεί ο νους μου
Να ψελλίζω ανώφελα για να στρέψω την οργή μου στη δημιουργία
Να με ορίζω μια ρευστή πραγματικότητα
Να ζω ανάμεσα στο τίποτα και στο χάος
Να βουτώ σε βάλτους που στο τέλος με καταπίνουν και με ξεβράζουν σε ακτές σκιερών κηλίδων
Να απομακρύνομαι, για να θυμάμαι
Να γερνάω, για να διασώσω την παιδικότητά μου
Εγώ λοιπόν
Σε συνεύρεση με το εμείς
Εγώ λοιπόν εγκλωβισμένος σε κύκλο δίχως ισορροπία, δίχως έπαρση,
Εγώ λοιπόν με τους άλλους ...
Friday, June 8, 2007
Στην όχθη της σιωπής
εκεί που ο πόθος δροσίζει τα λείψανα κάθε επιθυμίας
Εκεί αποκτούν υπόσταση οι ανθρώπινες υπάρξεις,
Ένα κλάμα δροσίζει
Ένα γέλιο σαλεύει
Και το φιλί ανάσα αναβλύζουσα
στο σταυροδρόμι που κάποτε θα βρεθούμε,
Ένα παιδί που γνωρίζει
Μια φωνή που σιωπά
Ένα χάδι που ψιθυρίζει
Και κάπου εκεί εγώ που αφουγκράζομαι την ψιχάλα στο σταθμό του τρένου
Γιατί γνωρίζω να τολμώ
Γιατί υπόσχομαι να αντέχω.
εκεί που ο πόθος δροσίζει τα λείψανα κάθε επιθυμίας
Εκεί αποκτούν υπόσταση οι ανθρώπινες υπάρξεις,
Ένα κλάμα δροσίζει
Ένα γέλιο σαλεύει
Και το φιλί ανάσα αναβλύζουσα
στο σταυροδρόμι που κάποτε θα βρεθούμε,
Ένα παιδί που γνωρίζει
Μια φωνή που σιωπά
Ένα χάδι που ψιθυρίζει
Και κάπου εκεί εγώ που αφουγκράζομαι την ψιχάλα στο σταθμό του τρένου
Γιατί γνωρίζω να τολμώ
Γιατί υπόσχομαι να αντέχω.
Thursday, June 7, 2007
Στεγνός άδειος άπνους
Η κλεψύδρα ράγισε και ο χρόνος χάθηκε,
Σαραβαλιασμένο σαρκίο τ’ όνειρο μου
Ποτισμένο μ’ αλκοόλ και λάθος,
Οι τελείες και τα κόμματα επιμένουν σαν ξεκούρδιστη διαδήλωση,
Τι να το κάνεις το σχήμα αν το νόημα είναι στείρο;
Τα λόγια ξεψυχούν στην απραξία που επικρατεί
Κανείς δεν φταίει για τίποτα
Και το τίποτα η λάβα που ξερνά ο κρατήρας της διαστροφής.
Δεν έχω λόγο γιατί το εγώ κυοφορεί πολτό
Το μόνο ζωντανό το δάκρυ που γλίστρησε από την καταιγίδα της απάθειας
Σηκώνοντας το μάνταλο της ουσίας
Κι ο στεναγμός που ‘γινε βογκητό
Υφαίνει ιστούς ενώνοντας συναισθήσεις
Η κλεψύδρα ράγισε και ο χρόνος χάθηκε,
Σαραβαλιασμένο σαρκίο τ’ όνειρο μου
Ποτισμένο μ’ αλκοόλ και λάθος,
Οι τελείες και τα κόμματα επιμένουν σαν ξεκούρδιστη διαδήλωση,
Τι να το κάνεις το σχήμα αν το νόημα είναι στείρο;
Τα λόγια ξεψυχούν στην απραξία που επικρατεί
Κανείς δεν φταίει για τίποτα
Και το τίποτα η λάβα που ξερνά ο κρατήρας της διαστροφής.
Δεν έχω λόγο γιατί το εγώ κυοφορεί πολτό
Το μόνο ζωντανό το δάκρυ που γλίστρησε από την καταιγίδα της απάθειας
Σηκώνοντας το μάνταλο της ουσίας
Κι ο στεναγμός που ‘γινε βογκητό
Υφαίνει ιστούς ενώνοντας συναισθήσεις
Wednesday, June 6, 2007
H σάρκα σου μ’ αγγίζει στ’ αχανή σεντόνια των απολαύσεων
είμαι το νόημα που ταξιδεύει στο άπειρο χωρίς ίχνος, σημαδεμένο
στο τζάμι κολλάω, σταγόνα σ’ αλύτρωτο μυαλό
χρόνος δεν υπάρχει σε τούτη την παράσταση
η υγρασία των ματιών τρεμοπαίζει σε λάβαρο παραίσθησης
το κενό δεν έχει σχήμα μόνο ουσία που τη χάνω και την βρίσκω στην τρέλα της σκέψης
άσε με να μπορώ να σκεπάσω την γύμνια μου στο πρώτο ξημέρωμα της κατάνυξης
άσε με να υψώσω την ντροπή μας ψηλά, να εξιλεωθώ στα μάτια ανυπεράσπιστων θεών.
είμαι το νόημα που ταξιδεύει στο άπειρο χωρίς ίχνος, σημαδεμένο
στο τζάμι κολλάω, σταγόνα σ’ αλύτρωτο μυαλό
χρόνος δεν υπάρχει σε τούτη την παράσταση
η υγρασία των ματιών τρεμοπαίζει σε λάβαρο παραίσθησης
το κενό δεν έχει σχήμα μόνο ουσία που τη χάνω και την βρίσκω στην τρέλα της σκέψης
άσε με να μπορώ να σκεπάσω την γύμνια μου στο πρώτο ξημέρωμα της κατάνυξης
άσε με να υψώσω την ντροπή μας ψηλά, να εξιλεωθώ στα μάτια ανυπεράσπιστων θεών.
Tuesday, June 5, 2007
Sunday, June 3, 2007
ΡΩΓΜΗ ΣΤΟ ΑΓΝΩΣΤΟ
Μια κηλίδα στο δρόμο η θλίψη σου
Που ο ήλιος θα στεγνώσει
Παγώνοντας τον χείμαρρο της μνήμης.
Υπάρχει κι άλλη διέξοδος η απελπισία της σωτηρίας
Μα καθώς ο πόνος ξεψυχά
το κενό χτύπα με βία αφήνοντας λεκέδες στο κορμί που αιωρείται.
Το τέλος και η αρχή είναι ανυπόστατα,
Και οι βρωμιές σου γίνονται ρήσεις στις γκριμάτσες των άστρων
αναζητώντας εκεί που δεν τολμάς
στα χνάρια του άγνωστου που οι σκιές του σε ζώνουν διαρκώς
και το ένστικτο σαν δόρυ εφορμά πάνω τους
με πρόθεση να σβήσει τα βήματα της λήθης
Που ο ήλιος θα στεγνώσει
Παγώνοντας τον χείμαρρο της μνήμης.
Υπάρχει κι άλλη διέξοδος η απελπισία της σωτηρίας
Μα καθώς ο πόνος ξεψυχά
το κενό χτύπα με βία αφήνοντας λεκέδες στο κορμί που αιωρείται.
Το τέλος και η αρχή είναι ανυπόστατα,
Και οι βρωμιές σου γίνονται ρήσεις στις γκριμάτσες των άστρων
αναζητώντας εκεί που δεν τολμάς
στα χνάρια του άγνωστου που οι σκιές του σε ζώνουν διαρκώς
και το ένστικτο σαν δόρυ εφορμά πάνω τους
με πρόθεση να σβήσει τα βήματα της λήθης
Friday, June 1, 2007
Subscribe to:
Posts (Atom)